- ὑπόμαστρος
- ὑπόμαστρος, ον,A = ὑπεύθυνος, ἔστωσαν ὑπόμαστροι . . διπλασίου IG 5(1).1390.51 (Andania, i B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπόμαστρος — ον, Α υπεύθυνος για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μαστρός «τίτλος οικονομικού υπαλλήλου»] … Dictionary of Greek